στεριώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στεριώνω < αρχαία ελληνική στερεῶ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /steɾˈʝo.no/
Ρήμα
επεξεργασίαστεριώνω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στεριώνω | στέριωνα | θα στεριώνω | να στεριώνω | στεριώνοντας | |
β' ενικ. | στεριώνεις | στέριωνες | θα στεριώνεις | να στεριώνεις | στέριωνε | |
γ' ενικ. | στεριώνει | στέριωνε | θα στεριώνει | να στεριώνει | ||
α' πληθ. | στεριώνουμε | στεριώναμε | θα στεριώνουμε | να στεριώνουμε | ||
β' πληθ. | στεριώνετε | στεριώνατε | θα στεριώνετε | να στεριώνετε | στεριώνετε | |
γ' πληθ. | στεριώνουν(ε) | στέριωναν στεριώναν(ε) |
θα στεριώνουν(ε) | να στεριώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στέριωσα | θα στεριώσω | να στεριώσω | στεριώσει | ||
β' ενικ. | στέριωσες | θα στεριώσεις | να στεριώσεις | στέριωσε | ||
γ' ενικ. | στέριωσε | θα στεριώσει | να στεριώσει | |||
α' πληθ. | στεριώσαμε | θα στεριώσουμε | να στεριώσουμε | |||
β' πληθ. | στεριώσατε | θα στεριώσετε | να στεριώσετε | στεριώστε | ||
γ' πληθ. | στέριωσαν στεριώσαν(ε) |
θα στεριώσουν(ε) | να στεριώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω στεριώσει | είχα στεριώσει | θα έχω στεριώσει | να έχω στεριώσει | ||
β' ενικ. | έχεις στεριώσει | είχες στεριώσει | θα έχεις στεριώσει | να έχεις στεριώσει | ||
γ' ενικ. | έχει στεριώσει | είχε στεριώσει | θα έχει στεριώσει | να έχει στεριώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε στεριώσει | είχαμε στεριώσει | θα έχουμε στεριώσει | να έχουμε στεριώσει | ||
β' πληθ. | έχετε στεριώσει | είχατε στεριώσει | θα έχετε στεριώσει | να έχετε στεριώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν στεριώσει | είχαν στεριώσει | θα έχουν στεριώσει | να έχουν στεριώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στεριώνομαι | στεριωνόμουν(α) | θα στεριώνομαι | να στεριώνομαι | ||
β' ενικ. | στεριώνεσαι | στεριωνόσουν(α) | θα στεριώνεσαι | να στεριώνεσαι | (στεριώνου) | |
γ' ενικ. | στεριώνεται | στεριωνόταν(ε) | θα στεριώνεται | να στεριώνεται | ||
α' πληθ. | στεριωνόμαστε | στεριωνόμαστε στεριωνόμασταν |
θα στεριωνόμαστε | να στεριωνόμαστε | ||
β' πληθ. | στεριώνεστε | στεριωνόσαστε στεριωνόσασταν |
θα στεριώνεστε | να στεριώνεστε | (στεριώνεστε) | |
γ' πληθ. | στεριώνονται | στεριώνονταν στεριωνόντουσαν |
θα στεριώνονται | να στεριώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στεριώθηκα | θα στεριωθώ | να στεριωθώ | στεριωθεί | ||
β' ενικ. | στεριώθηκες | θα στεριωθείς | να στεριωθείς | στεριώσου | ||
γ' ενικ. | στεριώθηκε | θα στεριωθεί | να στεριωθεί | |||
α' πληθ. | στεριωθήκαμε | θα στεριωθούμε | να στεριωθούμε | |||
β' πληθ. | στεριωθήκατε | θα στεριωθείτε | να στεριωθείτε | στεριωθείτε | ||
γ' πληθ. | στεριώθηκαν στεριωθήκαν(ε) |
θα στεριωθούν(ε) | να στεριωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω στεριωθεί | είχα στεριωθεί | θα έχω στεριωθεί | να έχω στεριωθεί | στεριωμένος | |
β' ενικ. | έχεις στεριωθεί | είχες στεριωθεί | θα έχεις στεριωθεί | να έχεις στεριωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει στεριωθεί | είχε στεριωθεί | θα έχει στεριωθεί | να έχει στεριωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε στεριωθεί | είχαμε στεριωθεί | θα έχουμε στεριωθεί | να έχουμε στεριωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε στεριωθεί | είχατε στεριωθεί | θα έχετε στεριωθεί | να έχετε στεριωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν στεριωθεί | είχαν στεριωθεί | θα έχουν στεριωθεί | να έχουν στεριωθεί |