↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στέριωμα τα στεριώματα
      γενική του στεριώματος των στεριωμάτων
    αιτιατική το στέριωμα τα στεριώματα
     κλητική στέριωμα στεριώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στέριωμα < στεριώνω + -μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στέριωμα ουδέτερο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία