στεριωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στεριωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου στεριώνω
Μετοχή επεξεργασία
στεριωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη στεριώνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
στεριωμένος
|
στεριωμένος, -η, -ο
|