στέρφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | στέρφος | η | στέρφα | το | στέρφο |
γενική | του | στέρφου | της | στέρφας | του | στέρφου |
αιτιατική | τον | στέρφο | τη | στέρφα | το | στέρφο |
κλητική | στέρφε | στέρφα | στέρφο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | στέρφοι | οι | στέρφες | τα | στέρφα |
γενική | των | στέρφων | των | στέρφων | των | στέρφων |
αιτιατική | τους | στέρφους | τις | στέρφες | τα | στέρφα |
κλητική | στέρφοι | στέρφες | στέρφα | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στέρφος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική στέριφος με συγκοπή του άτονου φθόγγου -[i]- [1][2] < αναγωγή στην πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ster-[3]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsteɾ.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στέρ‐φος
Επίθετο
επεξεργασίαστέρφος, -α, -ο
Παράγωγα
επεξεργασίαπαράγωγα & σύνθετα
- αστέρφευτος
- άστερφτος
- παλιοστέρφα
- στερφεύω
- στέρφικος
- στερφογάλαρα (ουδέτερο πληθυντικός)
- στερφοβότανο
- στερφόγιδα
- στερφοκρίαρο
- στερφομούλαρο
- στερφοπράτισσα
- στερφώνω
- Όροι με στερφ- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ στέρφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ στέρφος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.