στερφεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /steɾˈfe.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στερ‐φεύ‐ω
Ρήμα
επεξεργασίαστερφεύω, αόρ.: στέρφεψα (χωρίς παθητική φωνή) (δημοτική)
- (αμετάβατο)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στερφεύω | στέρφευα | θα στερφεύω | να στερφεύω | στερφεύοντας | |
β' ενικ. | στερφεύεις | στέρφευες | θα στερφεύεις | να στερφεύεις | στέρφευε | |
γ' ενικ. | στερφεύει | στέρφευε | θα στερφεύει | να στερφεύει | ||
α' πληθ. | στερφεύουμε | στερφεύαμε | θα στερφεύουμε | να στερφεύουμε | ||
β' πληθ. | στερφεύετε | στερφεύατε | θα στερφεύετε | να στερφεύετε | στερφεύετε | |
γ' πληθ. | στερφεύουν(ε) | στέρφευαν στερφεύαν(ε) |
θα στερφεύουν(ε) | να στερφεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στέρφεψα | θα στερφέψω | να στερφέψω | στερφέψει | ||
β' ενικ. | στέρφεψες | θα στερφέψεις | να στερφέψεις | στέρφεψε | ||
γ' ενικ. | στέρφεψε | θα στερφέψει | να στερφέψει | |||
α' πληθ. | στερφέψαμε | θα στερφέψουμε | να στερφέψουμε | |||
β' πληθ. | στερφέψατε | θα στερφέψετε | να στερφέψετε | στερφέψτε | ||
γ' πληθ. | στέρφεψαν στερφέψαν(ε) |
θα στερφέψουν(ε) | να στερφέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω στερφέψει | είχα στερφέψει | θα έχω στερφέψει | να έχω στερφέψει | ||
β' ενικ. | έχεις στερφέψει | είχες στερφέψει | θα έχεις στερφέψει | να έχεις στερφέψει | ||
γ' ενικ. | έχει στερφέψει | είχε στερφέψει | θα έχει στερφέψει | να έχει στερφέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε στερφέψει | είχαμε στερφέψει | θα έχουμε στερφέψει | να έχουμε στερφέψει | ||
β' πληθ. | έχετε στερφέψει | είχατε στερφέψει | θα έχετε στερφέψει | να έχετε στερφέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν στερφέψει | είχαν στερφέψει | θα έχουν στερφέψει | να έχουν στερφέψει |
|
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία στερφεύω
|
Πηγές
επεξεργασία- στερφεύω σελ.6681 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)