Ετυμολογία

επεξεργασία
στερφεύω < στέρφ(ος) + -εύω

στερφεύω, αόρ.: στέρφεψα (χωρίς παθητική φωνή) (δημοτική)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία