Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τρεχούμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
τρεχούμεν
ος
η
τρεχούμεν
η
το
τρεχούμεν
ο
γενική
του
τρεχούμεν
ου
της
τρεχούμεν
ης
του
τρεχούμεν
ου
αιτιατική
τον
τρεχούμεν
ο
την
τρεχούμεν
η
το
τρεχούμεν
ο
κλητική
τρεχούμεν
ε
τρεχούμεν
η
τρεχούμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
τρεχούμεν
οι
οι
τρεχούμεν
ες
τα
τρεχούμεν
α
γενική
των
τρεχούμεν
ων
των
τρεχούμεν
ων
των
τρεχούμεν
ων
αιτιατική
τους
τρεχούμεν
ους
τις
τρεχούμεν
ες
τα
τρεχούμεν
α
κλητική
τρεχούμεν
οι
τρεχούμεν
ες
τρεχούμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
τρεχούμενος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
τρέχω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τρεχούμενος
γαλλικά
: (compte)
courant
(fr)