Ετυμολογία

επεξεργασία
στειρώνω < (ελληνιστική κοινή) στειρῶ < αρχαία ελληνική στεῖρος

στειρώνω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία