Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποστειρώνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀποστειρόω / ἀποστειρῶ < ἀπό + στειρόω / στειρῶ < αρχαία ελληνική στεῖρος ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική) [1]

  Ρήμα επεξεργασία

αποστειρώνω (παθητική φωνή: αποστειρώνομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία