αποστειρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποστειρώνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀποστειρόω / ἀποστειρῶ < ἀπό + στειρόω / στειρῶ < αρχαία ελληνική στεῖρος ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική ) [1]
Ρήμα
επεξεργασίααποστειρώνω (παθητική φωνή: αποστειρώνομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- αποστειρωμένος
- αποστείρωση
- αποστειρωτήρας
- αποστειρωτής
- αποστειρωτικός
- → δείτε τις λέξεις από, στειρώνω και στείρος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποστειρώνω | αποστείρωνα | θα αποστειρώνω | να αποστειρώνω | αποστειρώνοντας | |
β' ενικ. | αποστειρώνεις | αποστείρωνες | θα αποστειρώνεις | να αποστειρώνεις | αποστείρωνε | |
γ' ενικ. | αποστειρώνει | αποστείρωνε | θα αποστειρώνει | να αποστειρώνει | ||
α' πληθ. | αποστειρώνουμε | αποστειρώναμε | θα αποστειρώνουμε | να αποστειρώνουμε | ||
β' πληθ. | αποστειρώνετε | αποστειρώνατε | θα αποστειρώνετε | να αποστειρώνετε | αποστειρώνετε | |
γ' πληθ. | αποστειρώνουν(ε) | αποστείρωναν αποστειρώναν(ε) |
θα αποστειρώνουν(ε) | να αποστειρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποστείρωσα | θα αποστειρώσω | να αποστειρώσω | αποστειρώσει | ||
β' ενικ. | αποστείρωσες | θα αποστειρώσεις | να αποστειρώσεις | αποστείρωσε | ||
γ' ενικ. | αποστείρωσε | θα αποστειρώσει | να αποστειρώσει | |||
α' πληθ. | αποστειρώσαμε | θα αποστειρώσουμε | να αποστειρώσουμε | |||
β' πληθ. | αποστειρώσατε | θα αποστειρώσετε | να αποστειρώσετε | αποστειρώστε | ||
γ' πληθ. | αποστείρωσαν αποστειρώσαν(ε) |
θα αποστειρώσουν(ε) | να αποστειρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποστειρώσει | είχα αποστειρώσει | θα έχω αποστειρώσει | να έχω αποστειρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποστειρώσει | είχες αποστειρώσει | θα έχεις αποστειρώσει | να έχεις αποστειρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποστειρώσει | είχε αποστειρώσει | θα έχει αποστειρώσει | να έχει αποστειρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποστειρώσει | είχαμε αποστειρώσει | θα έχουμε αποστειρώσει | να έχουμε αποστειρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποστειρώσει | είχατε αποστειρώσει | θα έχετε αποστειρώσει | να έχετε αποστειρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποστειρώσει | είχαν αποστειρώσει | θα έχουν αποστειρώσει | να έχουν αποστειρώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποστειρώνομαι | αποστειρωνόμουν(α) | θα αποστειρώνομαι | να αποστειρώνομαι | ||
β' ενικ. | αποστειρώνεσαι | αποστειρωνόσουν(α) | θα αποστειρώνεσαι | να αποστειρώνεσαι | ||
γ' ενικ. | αποστειρώνεται | αποστειρωνόταν(ε) | θα αποστειρώνεται | να αποστειρώνεται | ||
α' πληθ. | αποστειρωνόμαστε | αποστειρωνόμαστε αποστειρωνόμασταν |
θα αποστειρωνόμαστε | να αποστειρωνόμαστε | ||
β' πληθ. | αποστειρώνεστε | αποστειρωνόσαστε αποστειρωνόσασταν |
θα αποστειρώνεστε | να αποστειρώνεστε | (αποστειρώνεστε) | |
γ' πληθ. | αποστειρώνονται | αποστειρώνονταν αποστειρωνόντουσαν |
θα αποστειρώνονται | να αποστειρώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποστειρώθηκα | θα αποστειρωθώ | να αποστειρωθώ | αποστειρωθεί | ||
β' ενικ. | αποστειρώθηκες | θα αποστειρωθείς | να αποστειρωθείς | αποστειρώσου | ||
γ' ενικ. | αποστειρώθηκε | θα αποστειρωθεί | να αποστειρωθεί | |||
α' πληθ. | αποστειρωθήκαμε | θα αποστειρωθούμε | να αποστειρωθούμε | |||
β' πληθ. | αποστειρωθήκατε | θα αποστειρωθείτε | να αποστειρωθείτε | αποστειρωθείτε | ||
γ' πληθ. | αποστειρώθηκαν αποστειρωθήκαν(ε) |
θα αποστειρωθούν(ε) | να αποστειρωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αποστειρωθεί | είχα αποστειρωθεί | θα έχω αποστειρωθεί | να έχω αποστειρωθεί | αποστειρωμένος | |
β' ενικ. | έχεις αποστειρωθεί | είχες αποστειρωθεί | θα έχεις αποστειρωθεί | να έχεις αποστειρωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αποστειρωθεί | είχε αποστειρωθεί | θα έχει αποστειρωθεί | να έχει αποστειρωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αποστειρωθεί | είχαμε αποστειρωθεί | θα έχουμε αποστειρωθεί | να έχουμε αποστειρωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αποστειρωθεί | είχατε αποστειρωθεί | θα έχετε αποστειρωθεί | να έχετε αποστειρωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αποστειρωθεί | είχαν αποστειρωθεί | θα έχουν αποστειρωθεί | να έχουν αποστειρωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αποστειρωμένος - είμαστε, είστε, είναι αποστειρωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αποστειρωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αποστειρωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αποστειρωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αποστειρωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αποστειρωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αποστειρωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ αποστειρώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας