αποστειρωτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποστειρωτικός < αποστειρώνω + -τικός
Επίθετο επεξεργασία
αποστειρωτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την αποστείρωση, αναφέρεται σ’ αυτή ή συμβάλλει σ’ αυτή
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις αποστειρώνω, στειρώνω και στείρος
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποστειρωτικός