sterilise
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | sterilise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sterilises |
αόριστος | sterilised |
παθητική μετοχή | sterilised |
ενεργητική μετοχή | sterilising |
Ρήμα
επεξεργασίαsterilise (en) (βρετανική γραφή)
- αποστειρώνω, καταστρέφω κάθε μικροοργανισμό, παθογόνο ή μη, που βρίσκεται σε μια ουσία, σε ένα σώμα ή σε ένα χώρο, με διάφορες μεθόδους
- ⮡ The surgical instruments are sterilized.
- Τα χειρουργικά εργαλεία αποστειρώνονται.
- ⮡ The surgical instruments are sterilized.
- στειρώνω, προκαλώ στειρότητα, δηλαδή αδυναμία αναπαραγωγής, σε άνθρωπο ή σε ζώο
- ⮡ They sterilized their cat.
- Στείρωσαν τη γάτα τους.
- ⮡ They sterilized their cat.