ενεστώτας sterilise
γ΄ ενικό ενεστώτα sterilises
αόριστος sterilised
παθητική μετοχή sterilised
ενεργητική μετοχή sterilising

sterilise (en) (βρετανική γραφή)

  1. αποστειρώνω, καταστρέφω κάθε μικροοργανισμό, παθογόνο ή μη, που βρίσκεται σε μια ουσία, σε ένα σώμα ή σε ένα χώρο, με διάφορες μεθόδους
    ⮡  The surgical instruments are sterilized.
    Τα χειρουργικά εργαλεία αποστειρώνονται.
  2. στειρώνω, προκαλώ στειρότητα, δηλαδή αδυναμία αναπαραγωγής, σε άνθρωπο ή σε ζώο
    ⮡  They sterilized their cat.
    Στείρωσαν τη γάτα τους.

Άλλες γραφές

επεξεργασία