στείρωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στείρωση | οι | στειρώσεις |
γενική | της | στείρωσης* | των | στειρώσεων |
αιτιατική | τη | στείρωση | τις | στειρώσεις |
κλητική | στείρωση | στειρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, στειρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στείρωση < ελληνιστική κοινή στείρωσις[1] [2] [3] (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική stérilisation[1] [2])
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστείρωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του στειρώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία στείρωση
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 στείρωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 στείρωση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ στείρωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.