σπείρωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σπείρωση | οι | σπειρώσεις |
γενική | της | σπείρωσης* | των | σπειρώσεων |
αιτιατική | τη | σπείρωση | τις | σπειρώσεις |
κλητική | σπείρωση | σπειρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σπειρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σπείρωση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σπείρωση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
σπείρωση
|