Δείτε επίσης: στείρωση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπείρωση οι σπειρώσεις
      γενική της σπείρωσης* των σπειρώσεων
    αιτιατική τη σπείρωση τις σπειρώσεις
     κλητική σπείρωση σπειρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σπειρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπείρωση < ελληνιστική κοινή σπείρωσις[1] [2] < σπειρόω < αρχαία ελληνική σπεῖρα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπείρωση θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σπείρωσηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. σπείρωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.