ενικός         πληθυντικός  
sterilization sterilizations

  Ετυμολογία

επεξεργασία
sterilization < sterile + -ization ή sterilize + -ation

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

sterilization (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)