*ster-
Πρωτοϊνδοευρωπαϊκή γλώσσα (ine-pro)
επεξεργασία(επ)ανασυντεθειμένος υποθετικός τύπος πρωτογλώσσας όπως προκύπτει από την έως τώρα έρευνα της ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας - μπροστά από τον τύπο σημειώνεται πάντα ένας αστερίσκος - |
Ρίζα
επεξεργασία*ster-
Δείτε επίσης
επεξεργασίαόπως
- Κατηγορία:Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ster- (αρχαία ελληνικά)
- → δείτε τη λέξη στερεός
- Κατηγορία:Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ster- (νέα ελληνικά)
Πηγές
επεξεργασία- στερεός σελ. 1400 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.