↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρωτογλώσσα οι πρωτογλώσσες
      γενική της πρωτογλώσσας των πρωτογλωσσών
    αιτιατική την πρωτογλώσσα τις πρωτογλώσσες
     κλητική πρωτογλώσσα πρωτογλώσσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πρωτογλώσσα < πρωτο- + γλώσσα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική protolanguage[1])

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pro.to.ˈɣlo.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρω‐το‐γλώσ‐σα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πρωτογλώσσα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία