πρωτογλώσσα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πρωτογλώσσα < πρωτο- + γλώσσα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική protolanguage[1])
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /pro.to.ˈɣlo.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρω‐το‐γλώσ‐σα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πρωτογλώσσα θηλυκό
- (γλωσσολογία) γλώσσα που προηγείται μιας ομάδας δεδομένων γλωσσών ως κοινός πρόγονος και η οποία συνήθως δεν σώζεται, αλλά αποκαθίσταται από τις μεταγενέστερες σωζόμενες βάσει των μεθόδων της ιστορικής γλωσσολογίας
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πρωτογλώσσα
Επεξεργασία
- ↑ «πρωτογλώσσα» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.