↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στερεωτικός η στερεωτική το στερεωτικό
      γενική του στερεωτικού της στερεωτικής του στερεωτικού
    αιτιατική τον στερεωτικό τη στερεωτική το στερεωτικό
     κλητική στερεωτικέ στερεωτική στερεωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στερεωτικοί οι στερεωτικές τα στερεωτικά
      γενική των στερεωτικών των στερεωτικών των στερεωτικών
    αιτιατική τους στερεωτικούς τις στερεωτικές τα στερεωτικά
     κλητική στερεωτικοί στερεωτικές στερεωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στερεωτικός < ελληνιστική κοινή στερεωτικός[1] [2] [3] < αρχαία ελληνική στερεόω < στερεός / στερρός (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική fixatif[1])

  Επίθετο

επεξεργασία

στερεωτικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 στερεωτικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. στερεωτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. στερεωτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.