Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στερεότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
στερεότητ
α
οι
στερεότητ
ες
γενική
της
στερεότητ
ας
των
στερεοτήτ
ων
αιτιατική
τη
στερεότητ
α
τις
στερεότητ
ες
κλητική
στερεότητ
α
στερεότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
στερεότητα
<
αρχαία ελληνική
στερεότης
<
στερεός
+
-ότης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
στερεότητα
θηλυκό
το να είναι κάποιος
στερεός
, η
ιδιότητα
του
στερεού
Συνώνυμα
επεξεργασία
ευστάθεια
σταθερότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στερεότητα
αγγλικά
:
firmness
(en)
,
hardness
(en)
,
solidity
(en)