↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στερεομετρία οι στερεομετρίες
      γενική της στερεομετρίας των στερεομετριών
    αιτιατική τη στερεομετρία τις στερεομετρίες
     κλητική στερεομετρία στερεομετρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στερεομετρία < αρχαία ελληνική στερεομετρία[1] < στερεός + μέτρον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στερεομετρία θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. στερεομετρία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.