στερεωτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στερεωτής < ελληνιστική κοινή στερεωτής[1] [2] < αρχαία ελληνική στερεόω / στερεῶ < στερεός ((φωτογραφία) μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική fixateur[2])
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστερεωτής αρσενικό
- (σπάνιο) κάποιος που στερεώνει
- (φωτογραφία) χημική ουσία που χρησιμοποιείται για τη σταθεροποίηση της εικόνας σε φωτογραφικό χαρτί ή φιλμ
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Photographic fixer στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ στερεωτής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ 2,0 2,1 στερεωτής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)