↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στερεωτής οι στερεωτές
      γενική του στερεωτή των στερεωτών
    αιτιατική τον στερεωτή τους στερεωτές
     κλητική στερεωτή στερεωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στερεωτής < ελληνιστική κοινή στερεωτής[1] [2] < αρχαία ελληνική στερεόω / στερεῶ < στερεός ((φωτογραφία) μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική fixateur[2])

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στερεωτής αρσενικό

  1. (σπάνιο) κάποιος που στερεώνει
  2. (φωτογραφία) χημική ουσία που χρησιμοποιείται για τη σταθεροποίηση της εικόνας σε φωτογραφικό χαρτί ή φιλμ

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. στερεωτής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  2. 2,0 2,1 στερεωτήςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)