δραστικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δραστικότητα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδραστικότητα θηλυκό
- το να έχει κάποια διαδικασία, επιλογή ή ενέργεια αποτέλεσμα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δραστικότητα
|