Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
capacité capacités

capacité (fr) θηλυκό

  1. η ικανότητα, η δεξιότητα
  2. η χωρητικότητα