συσσωρευτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συσσωρευτικός < συσσωρεύω + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική cumulative[1])
Επίθετο
επεξεργασίασυσσωρευτικός, -ή, -ό
- (λόγιο) που έχει σχέση με συσσώρευση, αναφέρεται σ’ αυτή ή είναι αποτέλεσμά της
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- συσσωρευτικά
- συσσωρευτικώς
- → δείτε τις λέξεις συσσωρεύω, σωρεύω και σωρός
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ συσσωρευτικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)