↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συσσωρευτικός η συσσωρευτική το συσσωρευτικό
      γενική του συσσωρευτικού της συσσωρευτικής του συσσωρευτικού
    αιτιατική τον συσσωρευτικό τη συσσωρευτική το συσσωρευτικό
     κλητική συσσωρευτικέ συσσωρευτική συσσωρευτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συσσωρευτικοί οι συσσωρευτικές τα συσσωρευτικά
      γενική των συσσωρευτικών των συσσωρευτικών των συσσωρευτικών
    αιτιατική τους συσσωρευτικούς τις συσσωρευτικές τα συσσωρευτικά
     κλητική συσσωρευτικοί συσσωρευτικές συσσωρευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συσσωρευτικός < συσσωρεύω + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική cumulative[1])

  Επίθετο

επεξεργασία

συσσωρευτικός, -ή, -ό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. συσσωρευτικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)