σωρευτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σωρευτικός < σωρεύω + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική cumulative[1])
Επίθετο
επεξεργασίασωρευτικός, -ή, -ό
- (λόγιο) άλλη μορφή του συσσωρευτικός
Συγγενικά
επεξεργασία- σωρευτικά
- σωρευτικώς
- → δείτε τις λέξεις σωρεύω και σωρός
Μεταφράσεις
επεξεργασία σωρευτικός
|
- ↑ σωρευτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας