cumulatif
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cumulatif | cumulatifs |
θηλυκό | cumulative | cumulatives |
Επίθετο
επεξεργασίαcumulatif (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cumulatif | cumulatifs |
θηλυκό | cumulative | cumulatives |
cumulatif (fr)