ενεστώτας amass
γ΄ ενικό ενεστώτα amasses
αόριστος amassed
παθητική μετοχή amassed
ενεργητική μετοχή amassing

amass (en)

  • συσσωρεύω, μαζεύω κάτι, ειδικά σε μεγάλες ποσότητες σε μια χρονική περίοδο
    ⮡  Wars amass enormous economic and social problems.
    Οι πόλεμοι συσσωρεύουν τεράστια οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα.
    ⮡  Before long, he had amassed a solid fortune.
    Σε λίγο είχε μαζέψει ολόκληρη περιουσία.
     συνώνυμα:  accumulate