Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

make oneself understood < → δείτε τις λέξεις make, oneself και understood

  Έκφραση επεξεργασία

make oneself understood (en)

  • (ιδιωματισμός) συνεννοούμαι, ξεκαθαρίζω το νόημά μου, ειδικά σε άλλη γλώσσα
    Can you make yourself understood in French?
    Μπορείς να συνεννοηθείς στα γαλλικά;

  Πηγές επεξεργασία