Ετυμολογία

επεξεργασία
αγροικώ < μεσαιωνική ελληνική ἀγροικῶ[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ɣɾiˈko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γροι‐κώ

αγροικώ (δημοτική)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. αγροικώΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας