συμβαλλόμενος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- συμβαλλόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος συμβάλλομαι
ΜετοχήΕπεξεργασία
συμβαλλόμενος, -η, -ο (θηλυκό: συμβαλλόμενη και συμβαλλομένη)
- ένας από δύο οι περισσότερους (συνήθως άτομα ή φυσικά πρόσωπα ή και εταιρείες) που συμφωνούν σε κάτι
- Τα συμβαλλόμενα μέρη συμφώνησαν το συμφωνητικό να έχει τριετή διάρκεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
συμβαλλόμενος