συμβαλλόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | συμβαλλόμενος | η | συμβαλλόμενη & συμβαλλομένη |
το | συμβαλλόμενο |
γενική | του | συμβαλλόμενου & συμβαλλομένου |
της | συμβαλλόμενης & συμβαλλομένης |
του | συμβαλλόμενου & συμβαλλομένου |
αιτιατική | τον | συμβαλλόμενο | τη | συμβαλλόμενη & συμβαλλομένη |
το | συμβαλλόμενο |
κλητική | συμβαλλόμενε | συμβαλλόμενη & συμβαλλομένη |
συμβαλλόμενο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | συμβαλλόμενοι | οι | συμβαλλόμενες | τα | συμβαλλόμενα |
γενική | των | συμβαλλόμενων & συμβαλλομένων |
των | συμβαλλόμενων & συμβαλλομένων |
των | συμβαλλόμενων & συμβαλλομένων |
αιτιατική | τους | συμβαλλόμενους & συμβαλλομένους |
τις | συμβαλλόμενες | τα | συμβαλλόμενα |
κλητική | συμβαλλόμενοι | συμβαλλόμενες | συμβαλλόμενα | |||
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, όπως στην αρχαία κλίση. | ||||||
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «περιλαμβανόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συμβαλλόμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συμβαλλόμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος συμβάλλω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /siɱ.vaˈlo.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συμ‐βαλ‐λό‐με‐νος
Μετοχή
επεξεργασίασυμβαλλόμενος, -η, -ο (θηλυκό συμβαλλόμενη ή συμβαλλομένη)
- (λόγιο) ένας από δύο ή περισσότερους (συνήθως άτομα ή φυσικά πρόσωπα ή και εταιρείες) που συμφωνούν σε κάτι
- ⮡ Τα συμβαλλόμενα μέρη συμφώνησαν το συμφωνητικό να έχει τριετή διάρκεια.
Σύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συμβαλλόμενος
Πηγές
επεξεργασία- συμβάλλω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίασυμβαλλόμενος, -η, -ο
- μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα του ρήματος συμβάλλω