συμβαλλόμενη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασία
συμβαλλόμενη και συμβαλλομένη
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του συμβαλλόμενος
![]() |
συμβαλλόμενη και συμβαλλομένη