αντισυμβαλλόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντισυμβαλλόμενος < αντι- + συμβαλλόμενος
Μετοχή
επεξεργασίααντισυμβαλλόμενος, -η, -ο
- το ένα από τα δύο μέλη μιας σύμβασης
- ※ Οι συγκεκριμένες συναλλαγές διεκπεραιώνονται απευθείας από το δίκτυο των καταστημάτων των τραπεζών με πίστωση του λογαριασμού του αντισυμβαλλομένου και υπολογίζονται εντός του εβδομαδιαίου ορίου που ορίζεται από την Επιτροπή Εγκρισης Τραπεζικών Συναλλαγών για κάθε τράπεζα. (*)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αντισυμβαλλόμενος
|