↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντισυμβαλλόμενος η αντισυμβαλλόμενη το αντισυμβαλλόμενο
      γενική του αντισυμβαλλόμενου της αντισυμβαλλόμενης του αντισυμβαλλόμενου
    αιτιατική τον αντισυμβαλλόμενο την αντισυμβαλλόμενη το αντισυμβαλλόμενο
     κλητική αντισυμβαλλόμενε αντισυμβαλλόμενη αντισυμβαλλόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντισυμβαλλόμενοι οι αντισυμβαλλόμενες τα αντισυμβαλλόμενα
      γενική των αντισυμβαλλόμενων των αντισυμβαλλόμενων των αντισυμβαλλόμενων
    αιτιατική τους αντισυμβαλλόμενους τις αντισυμβαλλόμενες τα αντισυμβαλλόμενα
     κλητική αντισυμβαλλόμενοι αντισυμβαλλόμενες αντισυμβαλλόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντισυμβαλλόμενος < αντι- + συμβαλλόμενος

αντισυμβαλλόμενος, -η, -ο

  • το ένα από τα δύο μέλη μιας σύμβασης
    ※  Οι συγκεκριμένες συναλλαγές διεκπεραιώνονται απευθείας από το δίκτυο των καταστημάτων των τραπεζών με πίστωση του λογαριασμού του αντισυμβαλλομένου και υπολογίζονται εντός του εβδομαδιαίου ορίου που ορίζεται από την Επιτροπή Εγκρισης Τραπεζικών Συναλλαγών για κάθε τράπεζα. (*)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία