ασύμβλητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασύμβλητος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
ασύμβλητος, -η, -ο
- που δεν έχει συνάψει με κάποιον συμβόλαιο ή σύμβαση
- οι εργαζόμενοι τής εταιρείας είναι ασύμβλητοι και κινδυνεύουν να χάσουν τη δουλειά τους
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασύμβλητος
|