Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασύμβλητος η ασύμβλητη το ασύμβλητο
      γενική του ασύμβλητου της ασύμβλητης του ασύμβλητου
    αιτιατική τον ασύμβλητο την ασύμβλητη το ασύμβλητο
     κλητική ασύμβλητε ασύμβλητη ασύμβλητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασύμβλητοι οι ασύμβλητες τα ασύμβλητα
      γενική των ασύμβλητων των ασύμβλητων των ασύμβλητων
    αιτιατική τους ασύμβλητους τις ασύμβλητες τα ασύμβλητα
     κλητική ασύμβλητοι ασύμβλητες ασύμβλητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασύμβλητος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

ασύμβλητος, -η, -ο

  • που δεν έχει συνάψει με κάποιον συμβόλαιο ή σύμβαση
    οι εργαζόμενοι τής εταιρείας είναι ασύμβλητοι και κινδυνεύουν να χάσουν τη δουλειά τους

  Μεταφράσεις επεξεργασία