ενηλικιωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενηλικιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ενηλικιώνω
Μετοχή
επεξεργασίαενηλικιωμένος, -η, -ο
- που έχει ενηλικιωθεί.
Μεταφράσεις
επεξεργασία ενηλικιωμένος
|
ενηλικιωμένος, -η, -ο
|