Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ενηλικότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ενηλικότητ
α
οι
ενηλικότητ
ες
γενική
της
ενηλικότητ
ας
των
ενηλικοτήτ
ων
αιτιατική
την
ενηλικότητ
α
τις
ενηλικότητ
ες
κλητική
ενηλικότητ
α
ενηλικότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ενηλικότητα
<
ενήλικος
+
-ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενηλικότητα
θηλυκό
η
ιδιότητα
του
ενήλικου
Άλλες μορφές
επεξεργασία
ενηλικιότητα
Αντώνυμα
επεξεργασία
ανηλικότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ενηλικότητα
αγγλικά
:
maturity
(en)
γαλλικά
:
maturité
(fr)