ανηλικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανηλικότητα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀνηλικότης < αρχαία ελληνική ἀνήλικος.[1] Μορφολογικά, ανήλικ(ος) + -ότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανηλικότητα θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανηλικότητα
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ανηλικότητα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας