Ουσιαστικό

επεξεργασία

maturity (en)

  1. η ωριμότητα
  2. (οικονομία) η ημερομηνία κατά την οποία λήγει ένας τίτλος, πρέπει να πληρωθεί ένα γραμμάτιο κλπ
  3. (οικονομία) η ληκτότητα