Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ληκτότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ληκτότητ
α
οι
ληκτότητ
ες
γενική
της
ληκτότητ
ας
των
ληκτοτήτ
ων
αιτιατική
τη
ληκτότητ
α
τις
ληκτότητ
ες
κλητική
ληκτότητ
α
ληκτότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
Ετυμολογία
επεξεργασία
ληκτότητα
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ληκτότητα
θηλυκό
η ιδιότητα του
ληκτού
(
οικονομία
) ο χρόνος λήξης ενός δανείου, μιας οικονομικής υποχρέωσης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ληκτότητα
αγγλικά
:
maturity
(en)