maljunulo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | maljunulo | maljunuloj |
αιτιατική | maljunulon | maljunulojn |
maljunulo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | maljunulo | maljunuloj |
αιτιατική | maljunulon | maljunulojn |
maljunulo (eo)