απομουδιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απομουδιάζω < μεσαιωνική ελληνική απομουδιάζω < από + μουδιάζω
Ρήμα
επεξεργασίααπομουδιάζω[1]
Κλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία απομουδιάζω
|
- ↑ απομουδιάζω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας