Δείτε επίσης: αἱμωδία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αιμωδία οι αιμωδίες
      γενική της αιμωδίας των αιμωδιών
    αιτιατική την αιμωδία τις αιμωδίες
     κλητική αιμωδία αιμωδίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αιμωδία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἱμωδία (πονόδοντος) < αἱμωδέω / αἱμωδῶ < αἷμα Ο Μπαμπινιώτης,[1] υποθέτει ότι ετυμολογείται από τον αμάρτυρο τύπο *αἱμός=πόνος.</ref> + ὀδούς / ὀδών (δόντι)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.moˈði.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αι‐μω‐δί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αιμωδία θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: αιμωδία