αιμωδίαση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αιμωδίαση | οι | αιμωδιάσεις |
γενική | της | αιμωδίασης* | των | αιμωδιάσεων |
αιτιατική | την | αιμωδίαση | τις | αιμωδιάσεις |
κλητική | αιμωδίαση | αιμωδιάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αιμωδιάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αιμωδίαση < αιμωδία < αρχαία ελληνική αἱμωδία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αιμωδίαση θηλυκό
- (ιατρική) άλλη μορφή του αιμωδία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αιμωδίαση
|