αἱμωδία
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | αἱμωδία | αἱμωδία | αἱμωδίαι |
Γενική | αἱμωδίας | αἱμωδίαιν | αἱμωδιῶν |
Δοτική | αἱμωδίᾳ | αἱμωδίαιν | αἱμωδίαις |
Αιτιατική | αἱμωδίαν | αἱμωδία | αἱμωδίας |
Κλητική | αἱμωδία | αἱμωδία | αἱμωδίαι |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αἱμωδία θηλυκό