Δείτε επίσης: αιμωδία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική αἱμωδί αἱ αἱμωδίαι
      γενική τῆς αἱμωδίᾱς τῶν αἱμωδιῶν
      δοτική τῇ αἱμωδί ταῖς αἱμωδίαις
    αιτιατική τὴν αἱμωδίᾱν τὰς αἱμωδίᾱς
     κλητική ! αἱμωδί αἱμωδίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  αἱμωδί
γεν-δοτ τοῖν  αἱμωδίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αἱμωδία < αἱμωδέω/αἱμωδῶ + -ία < αἷμα[1] + ὀδούς/ὀδών

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αἱμωδία θηλυκό

  1. (ιατρική) νόσος των ούλων
     συνώνυμα: στομακάκη
  2. (ιατρική) ουλίτιδα

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Ο Μπαμπινιώτης υποθέτει από αμάρτυρο τύπο *αἱμός=πόνος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)