αἱμωδέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααἱμωδέω (& συνηρημένο: αἱμωδῶ)
- έχω χρώμα κόκκινο σαν αίμα
- αισθάνομαι αιμωδία στα δόντια
- υποφέρω από σοβαρή πάθηση των ούλων ή ουλίτιδα
Συγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Ο Μπαμπινιώτης υποθέτει από αμάρτυρο τύπο *αἱμός=πόνος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
επεξεργασία- αἱμωδέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.