Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ουλίτιδα οι ουλίτιδες
      γενική της ουλίτιδας των ουλίτιδων
    αιτιατική την ουλίτιδα τις ουλίτιδες
     κλητική ουλίτιδα ουλίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ουλίτιδα < ούλος + -ίτιδα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  
 
Στόμα με ουλίτιδα.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ουλίτιδα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία