ούλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ούλος | η | ούλη | το | ούλο |
γενική | του | ούλου | της | ούλης | του | ούλου |
αιτιατική | τον | ούλο | την | ούλη | το | ούλο |
κλητική | ούλε | ούλη | ούλο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ούλοι | οι | ούλες | τα | ούλα |
γενική | των | ούλων | των | ούλων | των | ούλων |
αιτιατική | τους | ούλους | τις | ούλες | τα | ούλα |
κλητική | ούλοι | ούλες | ούλα | |||
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ούλος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική οὗλος / οὕλος,[1] μορφή του ὅλος < κληρονομημένο από την ιωνική διάλεκτο οὖλος - αρχαία ελληνική ὅλος ή και απευθείας [2] όλος με τροπή [o] > [u] ίσως με την επίδραση του λάμδα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈu.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ού‐λος
Επίθετο επεξεργασία
ούλος, -η, -ο
- (ιδιωματικό ή λαϊκότροπο) όλος
- ※ Πάλε τις φούχτες έκρουε ο Γιάννης ο Μπαρδέλιας ο βαρκάρης, πάλε μεθυσμένος ήταν, πάλε ούλα δικά του. Αυτός πλερώνει.
- Γιάννης Σκαρίμπας (1962). Συλλογή διηγημάτων Στον Πάνω Μαχαλά στα Μαρουχλέικα
- ※ Πάλε τις φούχτες έκρουε ο Γιάννης ο Μπαρδέλιας ο βαρκάρης, πάλε μεθυσμένος ήταν, πάλε ούλα δικά του. Αυτός πλερώνει.
Εκφράσεις επεξεργασία
- με τα ούλα μου, σου, του... (με τα όλα μου)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ούλος
→ δείτε τη λέξη όλος |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ούλος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)
- ↑ ούλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.