παραισθησία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραισθησία < γαλλική paresthésie + -ία < παρά + αρχαία ελληνική αἴσθησις
Ουσιαστικό επεξεργασία
παραισθησία θηλυκό
- (ιατρική) η αλλοτριωμένη απτική αίσθηση, που προκαλείται από προβλήματα στο νευρικό σύστημα
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραισθησία