Δείτε επίσης: παραισθησία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραίσθηση οι παραισθήσεις
      γενική της παραίσθησης* των παραισθήσεων
    αιτιατική την παραίσθηση τις παραισθήσεις
     κλητική παραίσθηση παραισθήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παραισθήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία