αλλοτριωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλλοτριωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αλλοτριώνω
Μετοχή επεξεργασία
αλλοτριωμένος, -η, -ο
- που έχει υποστεί αλλοτρίωση
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλλοτριωμένος
|
αλλοτριωμένος, -η, -ο
|