τουρτουρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τουρτουρίζω < μεσαιωνική ελληνική τουρτουρίζω < (ελληνιστική κοινή) ταρταρίζω < αρχαία ελληνική Τάρταρος
Ρήμα
επεξεργασίατουρτουρίζω
- (οικείο) τρέμω εξαιτίας του κρύου
- Μόλις τέλειωσε ἡ λειτουργιὰ κι ὁ κόσμος τουρτουρίζοντας ἀπ' τὴν παγωνιὰ ἔτρεχε νὰ χωθῇ στὰ καλύβια του.(*)
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τουρτουρίζω | τουρτούριζα | θα τουρτουρίζω | να τουρτουρίζω | τουρτουρίζοντας | |
β' ενικ. | τουρτουρίζεις | τουρτούριζες | θα τουρτουρίζεις | να τουρτουρίζεις | τουρτούριζε | |
γ' ενικ. | τουρτουρίζει | τουρτούριζε | θα τουρτουρίζει | να τουρτουρίζει | ||
α' πληθ. | τουρτουρίζουμε | τουρτουρίζαμε | θα τουρτουρίζουμε | να τουρτουρίζουμε | ||
β' πληθ. | τουρτουρίζετε | τουρτουρίζατε | θα τουρτουρίζετε | να τουρτουρίζετε | τουρτουρίζετε | |
γ' πληθ. | τουρτουρίζουν(ε) | τουρτούριζαν τουρτουρίζαν(ε) |
θα τουρτουρίζουν(ε) | να τουρτουρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τουρτούρισα | θα τουρτουρίσω | να τουρτουρίσω | τουρτουρίσει | ||
β' ενικ. | τουρτούρισες | θα τουρτουρίσεις | να τουρτουρίσεις | τουρτούρισε | ||
γ' ενικ. | τουρτούρισε | θα τουρτουρίσει | να τουρτουρίσει | |||
α' πληθ. | τουρτουρίσαμε | θα τουρτουρίσουμε | να τουρτουρίσουμε | |||
β' πληθ. | τουρτουρίσατε | θα τουρτουρίσετε | να τουρτουρίσετε | τουρτουρίστε | ||
γ' πληθ. | τουρτούρισαν τουρτουρίσαν(ε) |
θα τουρτουρίσουν(ε) | να τουρτουρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τουρτουρίσει | είχα τουρτουρίσει | θα έχω τουρτουρίσει | να έχω τουρτουρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις τουρτουρίσει | είχες τουρτουρίσει | θα έχεις τουρτουρίσει | να έχεις τουρτουρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει τουρτουρίσει | είχε τουρτουρίσει | θα έχει τουρτουρίσει | να έχει τουρτουρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τουρτουρίσει | είχαμε τουρτουρίσει | θα έχουμε τουρτουρίσει | να έχουμε τουρτουρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε τουρτουρίσει | είχατε τουρτουρίσει | θα έχετε τουρτουρίσει | να έχετε τουρτουρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τουρτουρίσει | είχαν τουρτουρίσει | θα έχουν τουρτουρίσει | να έχουν τουρτουρίσει |
|