Ετυμολογία

επεξεργασία
shudder < (άμεσο δάνειο) μέση ολλανδική schudderen και/ή μέση κάτω γερμανική schodderen < πρωτογερμανική *skudjaną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *skewdʰ- [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈʃʌ.də/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˈʃʌ.dɚ/ (ΗΠΑ)
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
shudder shudders

shudder (en)

ενεστώτας shudder
γ΄ ενικό ενεστώτα shudders
αόριστος shuddered
παθητική μετοχή shuddered
ενεργητική μετοχή shuddering

shudder (en)

  1. τρέμω, ριγώ
    ⮡  He started shuddering when he saw a dark figure across the road.
    Άρχισε να τρέμει όταν είδε τη σκοτεινή φιγούρα απέναντι.
     συνώνυμα:  palpitate, shiver, shake και quake
  2. σείομαι, ταρακουνιέμαι
    ⮡  The earthquake made the skyscraper shudder.
    Ο σεισμός έκανε τον ουρανοξύστη να ταρακουνηθεί.
     συνώνυμα:  flutter, jiggle, shake και wiggle

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. shudder - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)