Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
shudder shudders

shudder (en)

ενεστώτας shudder
γ΄ ενικό ενεστώτα shudders
αόριστος shuddered
παθητική μετοχή shuddered
ενεργητική μετοχή shuddering

shudder (en)

  1. τρέμω, ριγώ
      He started shuddering when he saw a dark figure across the road.
    Άρχισε να τρέμει όταν είδε τη σκοτεινή φιγούρα απέναντι.
     συνώνυμα:  palpitate, shiver, shake και quake
  2. σείομαι, ταρακουνιέμαι
      The earthquake made the skyscraper shudder.
    Ο σεισμός έκανε τον ουρανοξύστη να ταρακουνηθεί.
     συνώνυμα:  flutter, jiggle, shake και wiggle

Αναφορές

επεξεργασία
  1. shudder - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)