thrill
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
thrill | thrills |
thrill (en)
- ρίγος ή τρέμουλο που προκαλείται από συγκίνηση, έξαψη, ενθουσιασμό
- η αιτία ενός τέτοιου ρίγους
- (ιατρική) τρεμούλιασμα της καρδιάς
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | thrill |
γ΄ ενικό ενεστώτα | thrills |
αόριστος | thrilled |
παθητική μετοχή | thrilled |
ενεργητική μετοχή | thrilling |
thrill (en)
- συναρπάζω, ενθουσιάζω, κάνω κάποιον να αισθάνεται πολύ ευχαριστημένος ή ενθουσιασμένος
- ↪ The spectacle thrilled the young and old alike.
- Το θέαμα είχε συναρπάσει μικρούς και μεγάλους.
- ↪ He was thrilled with the idea.
- Τον ενθουσίασε η ιδέα.
- ↪ The spectacle thrilled the young and old alike.
Πηγές επεξεργασία
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 843. ISBN 9780194325684., λήμμα: συναρπάζω